- κόμμωσις
- κόμμ-ωσις, εως, ἡ,A embellishment, Ath.13.568a (pl.).II ([etym.] κόμμι) stop-wax, prob. in Arist.HA623b31, cf. Plin.HN11.16, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόμμωσις — κόμμωσις, ἡ (Α) η επίχριση με κόμμι, η επάλειψη με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι πιθ. με την επίδραση ενός αμάρτυρου *κομμῶ «αλείφω με κόμμι»] … Dictionary of Greek
κόμμωσις — embellishment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμώσεις — κόμμωσις embellishment fem nom/voc pl (attic epic) κόμμωσις embellishment fem nom/acc pl (attic) κομμόω beautify aor subj act 2nd sg (epic) κομμόω beautify fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμμι — το (Α κόμμι, εως) ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
κομμώσεων — κομμώσεω̆ν , κόμμωσις embellishment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)